- radiciflore
- (ra-di-si-flo-r') adj.Terme de botanique. Dont les fleurs naissent d'une tige souterraine.Lat. radix, racine, et fleur.
Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré. d'Émile Littré. 1872-1877.
Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré. d'Émile Littré. 1872-1877.
ριζανθικός — ή, ό, Ν βοτ. (για άνθος) αυτός που φύεται από ένα ρίζωμα ή σε άμεση γειτονία με τη ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radiciflore (< λατ. radix, icis «ρίζα» + flos, oris «άνθος»)] … Dictionary of Greek