phtalamide

phtalamide
(fta-la-mi-d'), s. f. ou PHTALAMIQUE (fta-la-mi-k')), adj.
Acide obtenu en dissolvant dans l'ammoniaque l'acide phtalique anhydre ; il renferme de l'azote.

Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré. . 1872-1877.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • φθαλαμίδιο — το, Ν χημ. κυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, διαμίδιο τού φθαλικού οξέος, το οποίο χρησιμοποιείται ως χημικό ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phtalamide < phtal (< phtalique, βλ. φθαλικός) + amide (βλ. αμίδια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”