- néphrolithique
- (né-fro-li-ti-k') adj.Terme de médecine. Qui dépend des calculs rénaux. Ischurie néphrolithique.Néphrolithe.
Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré. d'Émile Littré. 1872-1877.
Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré. d'Émile Littré. 1872-1877.
νεφρολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολιθίαση ή στους νεφρολίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrolithique (< νεφρ[ο] * + λιθικός < λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek